προϊστορικός

προϊστορικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προϊστορία (α. «προϊστορικός άνθρωπος» β. «προϊστορικοί χρόνοι»)
2. (για επιστήμη) αυτή που ασχολείται με τη μελέτη τής προϊστορίας
3. φρ. «προϊστορική θρησκεία» — οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές τού πρωτόγονου ανθρώπου.
επίρρ...
προϊστορικώς και προϊστορικά
από την άποψη τής προϊστορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ιστορικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προϊστορικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην προϊστορία: Προϊστορικοί άνθρωποι. – Προϊστορικοί χρόνοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λέλεγες — Προϊστορικός λαός. Σύμφωνα με αναφορές αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ήταν νομαδικός λαός και φιλοπόλεμος, ο οποίος κατοικούσε στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Η ονομασία του προερχόταν από τον επώνυμο ήρωά του,… …   Dictionary of Greek

  • αζιλαίος ή αζίλιος — Προϊστορικός πολιτισμός της ενδιάμεσης περιόδου (μεσολιθικής εποχής), μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την παρουσία ιδιόμορφων επίπεδων εργαλείων από κέρατο ελαφιού και ζωγραφισμένων χαρακτηριστικά με ώχρα… …   Dictionary of Greek

  • μαγδαλένιο — Προϊστορικός πολιτισμός της ανώτερης βαθμίδας της παλαιολιθικής εποχής, που είχε διαδοθεί στη Γαλλία από τα Πυρηναία έως τις βόρειες ακτές και σε μεγάλο τμήμα της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης (έως την Πολωνία και την Ουκρανία)· στην… …   Dictionary of Greek

  • Μαγκλεμόσε, πολιτισμός του- — Προϊστορικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε στη βόρεια Ευρώπη, μεταξύ της 10ης και της 6ης χιλιετίας π.Χ. Ονομάστηκε έτσι από τον οικισμό Μαγκλεμόσε της μεσολιθικής εποχής, που ανακαλύφθηκε κοντά στη δανέζικη πόλη Μούλερουπ. Από τις αρχαιολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… …   Dictionary of Greek

  • Giannitsa — Gemeindebezirk Giannitsa Δημοτική Ενότητα Γιαννιτσών (Γιαννιτσά) …   Deutsch Wikipedia

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • ζάρκος — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 1.498 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρκαδόνος. Το ύψωμα του Προφήτη Ηλία, κοντά στον οικισμό, είναι κατάσπαρτο με αρχαία ερείπια. Πρόκειται για τα λείψανα της αρχαίας πόλης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”